- ρυτίδωμα
- -ατος, το / ῥυτίδωμα, ΝΑ [ῥυτιδῶ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρυτιδώνω, ζάρωμα, σούφρωμανεοελλ.βοτ. το ξηρόφλοιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρυτίδωμα — ρυτίδωμα, το και ρυτίδωση, η το ζάρωμα, το σούφρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥυτιδωμάτων — ῥυτίδωμα wrinkle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτιδώματα — ῥυτίδωμα wrinkle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδρα — η [αδρός] απαλό, ανεπαίσθητο ρυτίδωμα τής θάλασσας (προκαλείται από τα σκιρτήματα τών ψαριών που κινούνται μέσα σ αυτήν) … Dictionary of Greek
ξηρόφλοιος — ο (Μ ξηρόφλοιος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξηρόφλοιος και το ξηρόφλοιο βοτ. το εξωτερικό πλατύτερο, ξηρό και σκοτεινόχρωμο τμήμα τού φλοιού τών φυτών, αλλ. ρυτίδωμα μσν. (για φυτό) αυτός που έχει ξηρό φλοιό … Dictionary of Greek
ρυτίδωση — η / ῥυτίδωσις, ώσεως, ΝΑ [ῥυτιδῶ] σχηματισμός ρυτίδων, ρυτίδωμα, πτύχωση, σούφρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. αισθητική δυσμορφία τού δέρματος που προκαλείται από πολλαπλασιαμό τών ρυτίδων στο πρόσωπο και, ιδίως, στους κροτάφους, στη ρινοχειλική αύλακα,… … Dictionary of Greek